καταξέω

From LSJ
Revision as of 11:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταξέω Medium diacritics: καταξέω Low diacritics: καταξέω Capitals: ΚΑΤΑΞΕΩ
Transliteration A: kataxéō Transliteration B: kataxeō Transliteration C: katakseo Beta Code: katace/w

English (LSJ)

A polish smooth, τοὺς ὀρθοστάτας -ξοῦντι IG12.374.221, cf. 12(2).10.22 (Mytil.); λίθον Milet.7.59:—Pass., κατεξέσθη τὸ ὑπέρθυρον Haussoullier Miletp.163, cf. Plu.2.953b: metaph., of style, τῇ λέξει -εξεσμένον Ps.-Plu.Vit.Hom.72. II carve, in Pass., Arist.Mir.838b15.

German (Pape)

[Seite 1367] (s. ξέω), zerkratzen, zerschaben, abschaben, ὅταν δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ Plut. de prim. frigid. 17; übh. = καταξαίνω, zerreißen, Sp.

French (Bailly abrégé)

polir en grattant.
Étymologie: κατά, ξέω.

Russian (Dvoretsky)

καταξέω: (fut. καταξέσω)
1 тщательно выскабливать, шлифовать, полировать (τὰ κέρατα Plut.);
2 покрывать резьбой (θόλοι κατεξεσμένοι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

καταξέω: μέλλ. -ξέσω, ξέω πολύ, καλῶς στιλβώνω (ἐν τῇ τέχνῃ), ὅταν δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ Πλούτ. 2. 953Β. 2) = καταξαίνω 2, ξεσχίζω, σπαράσσω, σιδηροῖς ὄνυξι τὰς πλευρὰς κ. Ἐκκλ. ΙΙ. κοσμῶ, δι’ ἀναγλύφων, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 104.

Greek Monolingual

καταξέω (AM)
τραυματίζω ψυχικά, πληγώνω
αρχ.
1. στιλβώνω καλά, γυαλίζω καλά («ὅταν δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ», Πλούτ.)
2. (μτφ. για ύφος) επιμελούμαι, καλλωπίζω
3. γλύφω, σκαλίζω, χαράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ξέω «χαράζω» αλλά και «στιλβώνω» και «δέρνω, μαστιγώνω»].