συμπλέω

From LSJ
Revision as of 22:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπλέω Medium diacritics: συμπλέω Low diacritics: συμπλέω Capitals: ΣΥΜΠΛΕΩ
Transliteration A: sympléō Transliteration B: sympleō Transliteration C: sympleo Beta Code: sumple/w

English (LSJ)

sail in company with, τινι Hdt.4.149, 5.46, E.IA102; ἐν τῇ Ἀργοῖ Hdt.4.179; μετὰ τῶν ὁλκάδων Th.6.44: abs., Id.1.27, Antipho 5.20, prob. in IG12.99.10; τῶν συμπλεόντων Pl.Grg.511e; συμπλέοντες ναῦται IG3.236: metaph., σ. τοῖς φίλοισι δυστυχοῦσι E. HF1225.

German (Pape)

[Seite 988] (s. πλέω), mit, zusammen schiffen, Ἀχαιοῖς, mit den Achäern, Eur. I. A. 102; συμπλεύσομαι, Hel. 1073; Her. 4, 149; Plat. Gorg. 511 e; Thuc. 1, 27.

French (Bailly abrégé)

naviguer ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, πλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πλέω, Att. ξυμπλέω, samen varen, meevaren; met dat. met iem.. Eur. HF 1225.

Russian (Dvoretsky)

συμπλέω: ион. συμπλώω (fut. συμπλεύσομαι - ион. συμπλώσομαι) плыть вместе, совершать совместное плавание (τινι Her., Eur. и μετά τινος Thuc.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ιων. τ. συμπλώω Α πλέω / πλώω
1. ταξιδεύω με πλοίο που ακολουθεί την ίδια πορεία με άλλα
2. ταξιδεύω μαζί με άλλον στο ίδιο πλοίο
3. μτφ. συμφωνώ, ακολουθώ την ίδια πορεία με άλλον.

Greek Monotonic

συμπλέω: μέλ. -πλεύσομαι· Ιων. -πλώω, -πλώσομαι· πλέω, αρμενίζω από κοινού με κάποιον, τινί, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι· Ἰων. -πλώω, -πλώσομαι· ― πλέω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 4. 149., 5. 46, Εὐρ. Ι. Α, 102, Ἀντιφῶν 131. 40, Θουκ., κλπ.· ἐν τῇ Ἀργῷ Ἡρόδ. 4. 179· μετὰ τῶν ὁλκάδων Θουκυδ. 6. 44, ἀπολ., ὁ αὐτ. 1. 27· τῶν συμπλεόντων Πλάτ. Γοργ. 511Ε· συμπλέοντες ναῦται Συλλ. Ἐπιγρ. 495· μεταφ., ξ. τοῖς φίλοισι δυστυχοῦσι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1225.

Middle Liddell

fut. -πλεύσομαι ionic -πλώω, -πλώσομαι
to sail in company with, τινί Hdt., etc.; absol., Thuc.