ἐξοστρακισμός

From LSJ
Revision as of 19:26, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξοστρᾰκισμός Medium diacritics: ἐξοστρακισμός Low diacritics: εξοστρακισμός Capitals: ΕΞΟΣΤΡΑΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: exostrakismós Transliteration B: exostrakismos Transliteration C: eksostrakismos Beta Code: e)costrakismo/s

English (LSJ)

ὁ, A banishment by ostracism, ἐ. ποιεῖσθαι κατά τινος Plu.Them.22, cf. Themist.Ep.1. II ἐξοστρακισμός τῆς γῆς formation of any external shell, interpol. in Corn.ND17 (nisi leg. ἐξοστεϊσμόν).

German (Pape)

[Seite 888] ὁ, die Verbannung durch das Scherbengericht, Plut. Them. 22 u. A.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
bannissement par ostracisme.
Étymologie: ἐξοστρακίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξοστρᾰκισμός:изгнание в порядке остракизма Diod., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοστρακισμός: ὁ, ἐξορία δι’ ὀστρακισμοῦ, Διόδ. 11. 87· ἐξ. ποιεῖσθαι κατά τινος Πλουτ. Θεμ. 22.

Greek Monolingual

ο (AM ἐξοστρακισμός)
1. η εξορία κάποιου με οστρακισμό, με αναγραφή δηλ. του ονόματος πάνω σε όστρακο σε συνέλευση της εκκλησίας του δήμου
2. εκδίωξη, απομάκρυνση.

Greek Monotonic

ἐξοστρᾰκισμός: ὁ, εξορία, εκδιωγμός μέσω οστρακισμού, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐξοστρᾰκισμός, ὁ, [from ἐξοστρᾰκίζω]
banishment by ostracism, Plut.