ῥοθιάζω

From LSJ
Revision as of 17:10, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοθιάζω Medium diacritics: ῥοθιάζω Low diacritics: ροθιάζω Capitals: ΡΟΘΙΑΖΩ
Transliteration A: rhothiázō Transliteration B: rhothiazō Transliteration C: rothiazo Beta Code: r(oqia/zw

English (LSJ)

strengthened form of foreg., A ply the dashing oar, Cratin.345, Hermipp. 54; also of the ship, ἐκ πιτύλων ῥ. Ar.Fr.84. 2 of pigs eating, make a guttling noise, Id.Ach.807; cf. ῥόθιος 1.2.

German (Pape)

[Seite 847] rauschen, plätschern, von Wellen u. Ruderschlägen, ῥοθίαζε κἀνάπιπ τε, Cratin. bei Ath. 1, 23 b, vom Rudern; bei Ar. Ach. 772 auch vom Schmatzen der gierig fressenden Schweine, Schol. μετὰ ῥόθου καὶ ψόφου ἐσθίουσιν.

French (Bailly abrégé)

1 ramer avec bruit ; se livrer à une vogue ou nage accélérée;
2 manger avec bruits comme les porcs.
Étymologie: ῥοθιάς.

Russian (Dvoretsky)

ῥοθιάζω:
1 плескать веслами, грести Arph.;
2 чавкать (τὰ χοιρίδια ῥοθιάζουσιν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥοθιάζω: ἐπιτεταμένος τύπος τοῦ προηγ., ἐπὶ ἐρετῶν, χειρίζομαι τὴν θορυβοῦσαν ἢ παταγοῦσαν κώπην, κωπηλατῶ εὐτόνως, ῥοθίαζε, κἀνάπιπτε Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 8, Ἕρμιππος ἐν «Στρατιώταις» 5· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ πλοίου, ναῦς ὅτ’ ἂν ἐκ πιτύλων ῥοθιάζῃ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 60. 2) ἐπὶ χοίρων ἐσθιόντων μετὰ θορύβου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 807· πρβλ. ῥόθιος Ι. 2. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ροθιάζειν· ἐλαύνειν, ἀπὸ τοῦ ψόφου τῆς εἰρεσίας».

Greek Monolingual

Α ῥόθιον
1. (για κωπηλάτες) χτυπώ με δύναμη το κουπί (α. «ῥοθίαζε κἀνάνιπτε», Κρατίν.
β. «ῥοθιάζειν ἐλαύνειν, ἀπὸ τοῦ ψόφου τῆς εἰρεσίας», Ησύχ.)
2. (για πλοίο) παράγω ήχο από το χτύπημα τών κουπιών («ναῦς ὅτ' ἄν ἐκ πιτύλων ῥοθιάζῃ», Αριοτοφ.)
3. ειρων. (για χοίρους) τρώω με θόρυβο πλαταγίζοντας τη γλώσσα και ροκανίζοντας.

Greek Monotonic

ῥοθιάζω: επιτετ. τύπος του προηγ., λέγεται για τους κωπηλάτες, για τα πλοία καθώς και για χοίρους, που τρώνε με θόρυβο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ῥοθιάζω, [strengthened form of ῥοθέω
of pigs, to make a guttling noise, Ar.