ῥοδόμηλον
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
Dor. -μᾱλον, τό, A rose-apple: metaph. of a plump rosy cheek, Theoc.23.8 (ῥοδομάλλον codd., ῥόδα μάλων Ahrens). II a confection of roses and quinces, Alex.Trall.1.10.
German (Pape)
[Seite 846] τό, eine Marmelade von Quitten mit Rosen gekocht, Alex. Trall.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 pomme-rose, fig. càd joue vermeille ou fraîche comme une rose;
2 confiture de coings et de roses.
Étymologie: ῥόδον, μῆλον².
Greek (Liddell-Scott)
ῥοδόμηλον: Δωρ. - μᾶλον, τό, ῥόδινον μῆλον· μεταφορ., παρειὰ εὐτραφὴς καὶ ῥοδόχρους, Θεόκρ. 23.8. ΙΙ. γλύκυσμα ἐκ ῥόδων καὶ κυδωνίων, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 8.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ῥοδομᾱλον, τὸ, Α
1. ροδόχρωμο μήλο
2. γλύκισμα από κυδώνι και ροδοπέταλα
3. μτφ. παχουλό και ροδόχρωμο μάγουλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + μῆλον / μᾶλον.
Greek Monotonic
ῥοδόμηλον: Δωρ. -μᾶλον, τό, ρόδινο μήλο· μεταφ., ρόδινο και ευτραφές μάγουλο, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ῥοδό-μηλον, δοριξ ῥοδό-μᾱλον, ου, τό,
a rose-apple: metaph. of a rosy cheek, Theocr.