ῥᾳστωνεύω
English (LSJ)
= ῥαθυμέω, to be idle, listless, τῇ ψυχῇ X.Oec.20.18, <span class=bi
German (Pape)
[Seite 835] = Folgdm; τῇ ψυχῇ, müßig, unthätig sein, παρὰ κρήναις καὶ ὑπὸ σκιαῖς ἀναπαυόμενος Xen. Oec. 20, 18, u. Sp.; auch im med., wie Aristid. Lpt. 3.
French (Bailly abrégé)
se laisser aller à la mollesse, vivre d'une vie indolente ou nonchalante.
Étymologie: ῥᾳστώνη.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾳστωνεύω: предаваться беспечности, быть беззаботным, бездеятельным (ῥ. τῇ ψυχῇ Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾳστωνεύω: ῥᾳθυμέω, διάγω ἐν ῥᾳστώνῃ, ὅταν ὁ μὲν πράττῃ ἐφ’ ᾦπερ ὥρμηται ὁ δὲ ῥᾳστωνεύῃ τῇ ψυχῇ παρὰ κρήναις καὶ ὑπὸ σκιαῖς ἀναπαυόμενος Ξεν. Οἰκ. 20, 18, Δίων Κ. 38. 39, κτλ.· ― παθ. πρκμ. ἐρρᾳστώνευμαι μὲ μέσην σημασίαν, Ἀριστείδ. Λεπτ. 3, Μάγιστρ. σ. 775.
Greek Monolingual
Α ῥᾳστώνη
ζω με ραστώνη, ραθυμώ, απρακτώ.
Greek Monotonic
ῥᾳστωνεύω: = ῥᾳθυμέω, αργώ, χασομερώ, τεμπελιάζω, αδιαφορώ, βρίσκομαι σε κατάσταση ραστώνης, σε Ξεν.
Middle Liddell
ῥᾳστωνεύω, = ῥαθυμέω
to be idle, listless, Xen. [from ῥᾳστώνη