ἐκνευρίζω

From LSJ
Revision as of 23:42, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Étymologie:''' ἐκ," to "Étymologie:''' ἐκ,")

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκνευρίζω Medium diacritics: ἐκνευρίζω Low diacritics: εκνευρίζω Capitals: ΕΚΝΕΥΡΙΖΩ
Transliteration A: ekneurízō Transliteration B: ekneurizō Transliteration C: eknevrizo Beta Code: e)kneuri/zw

English (LSJ)

(νεῦρον) cut the sinews, Plu.2.451d; ἐκνενευρισμένοι = broken down, enfeebled, D.3.31; ἡ πόλις ἐκνενεύρισται Plu.2.755c, cf. Ph.1.258, al.; ἐκνευρισθεῖσα χώρα exhausted soil, Id.2.434.

Spanish (DGE)

I intr. en v. med.-pas.
1 enervarse, perder la energía vital de pers., esp. en perf. estar alelado, estar embotado, no tener fuerzas para reaccionar ὑμεῖς δ' ὁ δῆμος, ἐκνενευρισμένοι καὶ περιῃρημένοι χρήματα, συμμάχους D.3.31, cf. Procop.Goth.4.30.9, Arc.23.13, Origenes Cels.7.26, οὐδὲ πᾶς ἀκροατὴς ἐκνενευρισμένος κάθηται Lib.Or.64.92
esp. de hombres ablandarse, como sinón. de afeminarse οὗτοι γε κατεαγότες ὑπὸ τῆς τρυφῆς καὶ ἐκνενευρισμένοι παντάπασιν Muson.21, τὸ γυμνάσιον ταῖς γυναιξὶ παραδῶμεν ... εἰ ... ἡ πόλις ἐκνενεύρισται Plu.2.755c, διὰ τῶν Ἐπικούρου λόγων τὴν ψυχὴν ἐκνευρισθεὶς καὶ θῆλυς γενόμενος Ael.Fr.10c, cf. Ph.1.258
c. una connotación moral debilitarse τὸ ἐπιθυμητικὸν ... ἐκνευρίζεται Porph.in Tim.13, ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ... διὰ κακίας ἐκνευρισθεῖσα Gr.Nyss.Or.Dom.47.18, ἡ μὴ παντελῶς ἐκνενευρισμένη ψυχή Simp.in Epict.30.67.
2 sent. fís. debilitarse, perder fuerza αἱ τῶν ξεόντων ... χεῖρες Basil.M.31.485A, σῶμα ... ἐκνενευρισμένον, οὐδὲ κινεῖσθαι ἔτι δυνάμενον Dam.Fr.30a
por meton. ἐξενευρίσθη τὰ στάδια c. ref. al relajamiento de los atletas, Philostr.Gym.44.
II en v. act., tr.
1 enervar, debilitar (δυνάμεις) ὑποσκελίζοντες καὶ ἐκνευρίζοντες Ph.5.145C.-W., cf. Plu.2.451d, τῆς ψυχῆς τὸν τόνον Gr.Nyss.Hom.in Eccl.311.12, τὴν ἰσχὺν τῶν βαρβάρων D.C.54.22.1
en v. pas. de la tierra marchitar, depauperar ἡ δ' ἐκνευρισθεῖσα χώρα Ph.2.434.
2 fig. tensar, romper los nervios ἐκνευρίζουσιν ἑαυτοὺς ὑπέρτονα τοξεύοντες de los herejes, Iren.Lugd.Haer.1.16.3.

German (Pape)

[Seite 770] die Sehnen herausnehmen, erschlaffen, entkräften; ἐκνενευρισμένοι καὶ περιῃρημένοι χρήματα Dem. 3, 31, was B. A. 243 ἐψιλωμένοι δυνάμεως erkl. wird; im act., Sp., wie Plut. de virt. mor. 12; D. Cass. 54, 21.

French (Bailly abrégé)

couper les nerfs, énerver ; Pass. ἐκνενευρισμένος DÉM qui n'a plus de nerf, énervé, brisé.
Étymologie: ἐκ, νεῦρον.

Russian (Dvoretsky)

ἐκνευρίζω: досл. подрезать сухожилие, перен. обессиливать, ослаблять (ἡ πόλις ἐκνενεύρισται Plut.): ἐκνενευρισμένος Dem. ослабевший, пришедший в упадок.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκνευρίζω: (νεῦρον) ἀφαιρῶ τὰ νεῦρα, χαυνώνω, χαλαρώνω, ἀδυνατίζω, Πλούτ. 2. 451D: ― ἐκνενευρισμένοι, ἐξησθενημένοι, κεχαυνωμένοι, Δημ. 37. 3, πρβλ. Πλούτ. 2. 755C.

Greek Monolingual

(AM ἐκνευρίζω)
νεοελλ.
ερεθίζω τα νεύρα κάποιου, νευριάζω κάποιον
αρχ.-μσν.
1. απονευρώνω
2. χαλαρώνω τις δυνάμεις, παραλύω
αρχ.
(μέσ. και παθ.) είμαι εξασθενημένος.

Greek Monotonic

ἐκνευρίζω: μέλ. -σω (νεῦρον), αφαιρώ τα νεύρα, τους τένοντες — Παθ., ἐκνενευρισμένοι, εξασθενημένοι, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. σω νεῦρον
to cut the sinews:—Pass., ἐκνενευρισμένοι unnerved, Dem.