τραγῳδοδιδάσκαλος

From LSJ
Revision as of 16:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγῳδοδῐδάσκᾰλος Medium diacritics: τραγῳδοδιδάσκαλος Low diacritics: τραγωδοδιδάσκαλος Capitals: ΤΡΑΓΩΔΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
Transliteration A: tragōidodidáskalos Transliteration B: tragōdodidaskalos Transliteration C: tragododidaskalos Beta Code: tragw|dodida/skalos

English (LSJ)

ὁ, tragic poet, who trained his own chorus and actors, Ar.Th.88, Isoc. 12.168, Arist.Po.1449a5:—τραγῳδιοδιδάσκαλος and τραγῳδιδάσκαλος are ff. ll. in Luc.Cal.1, Ath. 15.699b, etc.

German (Pape)

[Seite 1133] ὁ, der Tragödiendichter, der selbst sowohl die Chortänzer als die eigentlichen Schauspieler sein Stück aufführen lehrte und sie einübte, auch in der ältern Zeit selbst eine Hauptrolle darin zu spielen pflegte; Ar. Th. 88; abgekürzt τραγῳδιδάσκαλος, Hemsterh. Ar. Plut. p. 89.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui instruit les acteurs d'une tragédie à jouer leur rôle, postér. le poète lui-même qui dirigeait ces répétitions.
Étymologie: τραγῳδός, διδάσκαλος.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγῳδοδιδάσκᾰλος: ὁ трагик-режиссер Arph., Isocr., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγῳδοδιδάσκᾰλος: ὁ, τραγικὸς ποιητής, ὅστις ἐδίδασκεν αὐτοπροσώπως τὸν χορὸν καὶ τοὺς ὑποκριτὰς καὶ κατὰ τοὺς παλαιοτέρους χρόνους ἐλάμβανε καὶ αὐτὸς μέρος εἰς τὰς παραστάσεις, Ἀριστοφ. Θεσμ. 88, Ἰσοκρ. 268C, Ἀριστ. Ποιητ. 4, 13· ― ὁ τύπος τραγῳδιοδιδάσκαλος, εἶναι μεταγενέστερος, ἀλλὰ πιθανῶς πλημμελὴς γραφὴ ἐν Λουκ. Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 1, Ἀθήν. 699Β· ― ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται πλημμελῶς τραγῳδιδάσκαλος, ὡς καὶ κωμῳδιδάσκαλος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τραγικός ποιητής που διδάσκει ο ίδιος τον χορό και τους υποκριτές, ενώ παλαιότερα συμμετείχε και στις παραστάσεις τών τραγωδιών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός + διδάσκαλος.

Greek Monotonic

τρᾰγῳδοδιδάσκᾰλος: ὁ, ο τραγικός ποιητής, ο οποίος διδάσκει ο ίδιος τον Χορό και τους υποκριτές, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τρᾰγῳδο-διδάσκᾰλος, ὁ,
a tragic poet, who trained his own chorus and actors, Ar.

English (Woodhouse)

tragic poet

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)