διαδωρέομαι

From LSJ
Revision as of 10:35, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδωρέομαι Medium diacritics: διαδωρέομαι Low diacritics: διαδωρέομαι Capitals: ΔΙΑΔΩΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: diadōréomai Transliteration B: diadōreomai Transliteration C: diadoreomai Beta Code: diadwre/omai

English (LSJ)

A distribute in presents, X.Cyr.3.3.6, Posidon.24. 2 generally, distribute, assign, τινὰς εἰς τὰς ἐπαρχίας J.BJ6.9.2.

Spanish (DGE)

distribuir, regalar c. ac. de cosa y dat. de pers. ὅ τι που καλὸν ἴδοι ... ταῦτα κτώμενος διεδωρεῖτο τοῖς ἀεὶ ἀξιοτάτοις X.Cyr.3.3.6, cf. Posidon.68
c. ac. de pers. y εἰς c. ac. (τοὺς στασιώδεις) πλείστους δ' εἰς τὰς ἐπαρχίας διεδωρήσατο I.BI 6.418.

German (Pape)

[Seite 577] als Geschenk austheilen, Xen. Cyr. 3, 3, 6; vgl. Ath. IV, 154 c.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
distribuer à titre de présent.
Étymologie: διά, δωρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-δωρέομαι als geschenk uitdelen.

Russian (Dvoretsky)

διαδωρέομαι: раздавать в виде подарков, раздаривать (τι τοῖς ἀξιωτάτοις Xen.).

Greek Monotonic

διαδωρέομαι: αποθ., μοιράζω, διανέμω, χαρίζω, δώρο, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

διαδωρέομαι: ἀποθ., διαμοιράζω ὡς δῶρα, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 6, Ποσειδ. (Ἀθην. 154C). 2) καθόλου, διανέμω, παραχωρῶ, τινάς εἰς τὰς ἐπαρχίας Ἰώσηπ. Ι. ΙΙ. 6. 9, 2.

Middle Liddell

Dep. to distribute in presents, Xen.