τιθασεία
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ἡ, taming, domestication, ἰχθύων Pl.Plt.264c (pl.); τὰ δεχόμενα τιθασείαν (codd. -άσιον) Thphr.HP3.2.2.
German (Pape)
[Seite 1109] ἡ, das Zähmen, zu Hausthieren Machen, ἰχθύων Plat. Polit. 264 c.
Russian (Dvoretsky)
τῐθᾰσεία: ἡ заповедник для животных (τιθασεῖαι τῶν ἰχθύων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τῐθᾰσεία: ἡ, τὸ τιθασεύειν, ἡ ἐξημέρωσις, ταῖς ἐν τῷ Νείλῳ τιθασείαις τῶν ἰχθύων Πλάτ. Πολιτικ. 264C.