δύσνοστος

From LSJ
Revision as of 08:46, 12 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσνοστος Medium diacritics: δύσνοστος Low diacritics: δύσνοστος Capitals: ΔΥΣΝΟΣΤΟΣ
Transliteration A: dýsnostos Transliteration B: dysnostos Transliteration C: dysnostos Beta Code: du/snostos

English (LSJ)

νόστος a return A that is no return, E. Tr.75. II from which no traveller returns, ῥόος App.Anth.4.54.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no es regreso, e.e. desgraciado νόστος E.Tr.75.
2 que no tiene regreso ῥόος δύσνοστος = río sin retorno, GDRK 53.5.

German (Pape)

[Seite 684] νόστος, unglückliche Heimkehr, Eur. Tr. 75.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n'est pas un vrai retour : δύσνοστος νόστος EUR retour qui n'en est pas un, retour difficile ou funeste.
Étymologie: δυσ-, νόστος.

Russian (Dvoretsky)

δύσνοστος: (о возвращении) несчастливый, роковой (νόστος Eur. - v.l. δύστηνος).

Greek (Liddell-Scott)

δύσνοστος: νόστος, ἐπάνοδος δυστυχής, Εὐρ. Τρῳ. 75.

Greek Monolingual

δύσνοστος, ο (Α)
1. δύσκολη, θλιβερή επιστροφή
2. αυτός (ο τόπος απ' όπου δεν μπορεί να επιστρέψει κανείς.

Middle Liddell


δύσ-νοστος νόστος, a return that is no return, Eur.