νήκουστος
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
ον, (νη-, ἀκουστός) A deaf, not hearing, Emp.137.3. II unheard, unknown, Arat.173.
German (Pape)
[Seite 252] (νηἀκουστός), ungehört, unbekannt, Arat. 173.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inouï, inconnu.
Étymologie: νη-, ἀκούω.
Greek (Liddell-Scott)
νήκουστος: -ον, (νη-, ἀκουστὸς) ἀνήκουστος, μὴ ἀκουσθείς, ἄγνωστος, Ἄρατος 173.
Greek Monolingual
νήκουστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν ακούει, κουφός
2. άγνωστος, ανήκουστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ακουστός (< ἀκούω), πρβλ. ανήκουστος].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: who does not hear (Emp.)
Origin: IE [Indo-European] [587] *h₂kou- hear.
Etymology: From n̥- and ἀκούω- < *h₂kou-.