πολύοψος

From LSJ
Revision as of 11:24, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύοψος Medium diacritics: πολύοψος Low diacritics: πολύοψος Capitals: ΠΟΛΥΟΨΟΣ
Transliteration A: polýopsos Transliteration B: polyopsos Transliteration C: polyopsos Beta Code: polu/oyos

English (LSJ)

ον, A abounding in fish, λίμνη Str.12.3.38. 2 luxurious, δεῖπνον Luc.Gall. ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 668] reich an Zubrot, lecker, δεῖπνον, Luc. Gall. 11 u. a. Sp. – Auch = viel ὄψα essend.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui abonde en mets délicats.
Étymologie: πολύς, ὄψον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύοψος -ον [πολύς, ὄψον] met veel gerechten:. δεῖπνον rijke maaltijd Luc. 22.11.

Russian (Dvoretsky)

πολύοψος: обильный кушаньями (δεῖπνον Luc.).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που περιέχει πολλά βραστά φαγητά («πολύοψόν τι καὶ ποικίλον δεῖπνον», Λουκιαν.)
2. (για λίμνη) αυτή που έχει πολλά ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -οψος (< ὄψον «ψάρι, πολυτελές έδεσμα»), πρβλ. εύοψος].

Greek Monotonic

πολύοψος: -ον, 1. άφθονος σε ψάρια, σε Στράβ.
2. πολυτελής, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύοψος: -ον, ὁ ἔχων ἀφθονίαν ὀψαρίων, λίμνη Στράβ. 560. 2) ἔχων ἀφθονίαν ἐδεσμάτων, πολυτελής, δεῖπνον Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 11.

Middle Liddell

πολύ-οψος, ον,
1. abounding in fish, Strab.
2. luxurious, Luc.