καρποτόκος
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
(parox.), ον, bearing fruit, epithet of Demeter, v.l. in AP12.225 (Strat.), of Isis, APl.4.264: metaph., Ph.1.53.
German (Pape)
[Seite 1329] Frucht erzeugend; Δημήτηρ Strat. 67 (XII, 225); 'Ισις Ep. ad. 271 (Plan. 264); Philo.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit des fruits.
Étymologie: καρπός, τίκτω.
Russian (Dvoretsky)
καρποτόκος: рождающий плод, выращивающий плоды (Δημήτηρ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
καρποτόκος: -ον, καρποφόρος, Ἀνθ. Π. 12. 225, Φίλων 1. 53, κτλ.
Greek Monolingual
καρποτόκος, -ον και ποιητ. τ. θηλ. καρποτόκεια (Α)
αυτός που παράγει καρπούς, ο καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενοτόκος, θεοτόκος.
Greek Monotonic
καρποτόκος: -ον (τίκτω), καρποφόρος, σε Ανθ.