συνδιέξειμι

From LSJ
Revision as of 22:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιέξειμι Medium diacritics: συνδιέξειμι Low diacritics: συνδιέξειμι Capitals: ΣΥΝΔΙΕΞΕΙΜΙ
Transliteration A: syndiéxeimi Transliteration B: syndiexeimi Transliteration C: syndiekseimi Beta Code: sundie/ceimi

English (LSJ)

go through together with, πάντα τοῖς συνοῦσι X. Mem.4.7.8: so συνδι-εξέρχομαι, Gal.18(1).471, Aët.7.1, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1008] (s. εἶμι), mit od. zugleich durch- u. hinausgehen, Xen. Mem. 4, 7, 8.

French (Bailly abrégé)

exposer ou raconter en même temps.
Étymologie: σύν, διέξειμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διέξειμι samen doorlopen, overdr. samen uitvoerig behandelen of bespreken, met acc. en dat. iets met iem.

Russian (Dvoretsky)

συνδιέξειμι: досл. совместно проходить, перен. излагать, обсуждать (πάντα τινί Xen.).

Greek Monolingual

ΜΑ
εξηγώ, ερμηνεύω κάτι μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διέξειμι «διαβαίνω, εξετάζω, ερμηνεύω»].

Greek Monotonic

συνδιέξειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), διεξέρχομαι, διαπραγματεύομαι, διέρχομαι διαμέσου μαζί με, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιέξειμι: διεξέρχομαι ὁμοῦ, συνεπεσκόπει καὶ συνδιεξῄει τοῖς συνοῦσι Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 8· ― οὕτω συνδιεξέρχομαι, «συνδιεξέρχου, συνεκπέρα» Ἡσύχ.

Middle Liddell

εἶμι ibo]
to go through together with, Xen.