ἐπικλάζω
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
English (LSJ)
sound to, θαλάσσῃ Opp.H.5.295; ἐπί οἱ ἔκλαγξε βροντάν made thunder sound in answer to him, Pi.P.4.23.
German (Pape)
[Seite 949] (s. κλάζω), dazu schreien; εἰρεσίῃ ἐπικλάζουσι ἀείδοντες Opp. Hal. 5, 295; Sp. – Dabei ertönen lassen, Pind. in tmesi, ἐπί οἱ Ζεὺς ἔκλαγξε βροντάν P. 4, 23.
English (Slater)
ἐπῐκλάζω make to resound in answer “αἰσίαν δ' ἐπί οἱ Κρονίων Ζεὺς πατὴρ ἔκλαγξε βροντάν for him, in answer (P. 4.23)
Greek Monolingual
ἐπικλάζω (Α)
κάνω θόρυβο, κλαγγή, βροντώ («αἴσιον δ’ ἐπὶ οἱ... Ζεὺς πατὴρ ἔκλαγξε βροντάν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλάζω «κάνω θόρυβο, φωνάζω»].
Russian (Dvoretsky)
ἐπικλάζω: (при чем-л.) греметь (ἐπί οἱ Ζεὺς ἔκλαγξε βροντάν Pind.).