πλόκιος

From LSJ
Revision as of 14:33, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλόκιος Medium diacritics: πλόκιος Low diacritics: πλόκιος Capitals: ΠΛΟΚΙΟΣ
Transliteration A: plókios Transliteration B: plokios Transliteration C: plokios Beta Code: plo/kios

English (LSJ)

α, ον, twined, v.l. for κλόπιος, Od.13.295; πλοκίη, epithet of φύσις, Orph.H.10.11 (prob.).

German (Pape)

[Seite 637] geflochten, verflochten, verwickelt, alte v.l. für κλόπιος, Od. 13, 295, welche die VLL. πεπλεγμένοι, σκολιοί erklären.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
entrelacé.
Étymologie: πλόκος.

Russian (Dvoretsky)

πλόκιος: хитросплетенный, запутанный (μῦθοι Hom. - v.l. κλόπιος).

Greek (Liddell-Scott)

πλόκιος: -α, -ον, (πλέκω) πεπλεγμένος, συνεστραμμένος, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κλόπιος, Ὀδ. Ν. 295.

Greek Monolingual

-α, -ον, Α πλόκος
1. αυτός που έχει πλεχθεί, πλεγμένος, στριφτός
2. (στους Ορφ. Ύμν.) προσωνυμία της φύσης.