πλόκιος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
α, ον, twined, v.l. for κλόπιος, Od.13.295; πλοκίη, epithet of φύσις, Orph.H.10.11 (prob.).
German (Pape)
[Seite 637] geflochten, verflochten, verwickelt, alte v.l. für κλόπιος, Od. 13, 295, welche die VLL. πεπλεγμένοι, σκολιοί erklären.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
entrelacé.
Étymologie: πλόκος.
Russian (Dvoretsky)
πλόκιος: хитросплетенный, запутанный (μῦθοι Hom. - v.l. κλόπιος).
Greek (Liddell-Scott)
πλόκιος: -α, -ον, (πλέκω) πεπλεγμένος, συνεστραμμένος, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κλόπιος, Ὀδ. Ν. 295.
Greek Monolingual
-α, -ον, Α πλόκος
1. αυτός που έχει πλεχθεί, πλεγμένος, στριφτός
2. (στους Ορφ. Ύμν.) προσωνυμία της φύσης.