λήρημα

From LSJ
Revision as of 18:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήρημα Medium diacritics: λήρημα Low diacritics: λήρημα Capitals: ΛΗΡΗΜΑ
Transliteration A: lḗrēma Transliteration B: lērēma Transliteration C: lirima Beta Code: lh/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, silly talk, nonsense, Pl.Grg.486c (pl.), Phld.Mus.p.72 K. (pl.), Gal.8.651 (pl.).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sottise, radotage.
Étymologie: ληρέω.

German (Pape)

τό, törichte Rede, Geschwätz, Plat. Gorg. 486c im plur.

Russian (Dvoretsky)

λήρημα: ατος τό (только pl.) пустая болтовня, вздор Plat.

Greek (Liddell-Scott)

λήρημα: τό, ἀνόητος ὁμιλία, φλυαρία, ἀνοησία, μωρολογία, Πλάτ. Γοργ. 486C, ἐν τῷ πληθ.

Greek Monolingual

το (Α λήρημα) ληρώ
ανόητη ομιλία, φλυαρία, μωρολογία, ανοητολογία («εἴτε ληρήματα χρὴ φάναι εἶναι εἴτε φλυαρίας», Πλάτ.).

Greek Monotonic

λήρημα: -ατος, τό, ανόητη ομιλία, φλυαρία, ανοησία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

λήρημα, ατος, τό, [from ληρέω
silly talk, nonsense, Plat.