στάδην
From LSJ
English (LSJ)
Adv., (ἵστημι) in standing posture, σ. ἑστῶτες standing stock-still, Pl.Com.130; cf. στήδην.
German (Pape)
[Seite 926] adv., stehend, grade feststehend? – Nach dem Gewichte, Nic. Al. 327.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en se tenant debout;
2 selon le poids.
Étymologie: v. ἵστημι.
Greek (Liddell-Scott)
στάδην: [ᾰ], Ἐπίρρ. (ἵστημι) ἱστάμενος, ὄρθιος, στάδην ἑστῶτες, ἱστάμενοι ὄρθιοι καὶ ἀκίνητοι, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Σκευ.»1. ΙΙ. (ἵστημι: Α. IV) = κατὰ τὸ βάρος, ἀνάλογος τοῦ βάρους, Νικ. Ἀλεξιφ. 327˙ πρβλ. στήδην.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. σε όρθια στάση («στάδην ἑστῶτες ὠρύονται» — στέκονται όρθιοι και ωρύονται, Πλάτ.)
2. με το ζύγι, ανάλογα με το βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă- του ἵστημι + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. στάγδην)].
Frisk Etymological English
See also: s. στάδιος