πολυκρατής
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
English (LSJ)
ές, very mighty, Μοῖρα B.8.15; ἀραὶ φθιμένων (leg. τεθυμένων) A.Ch.406 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 665] ές, sehr mächtig, Aesch. Ch. 400.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très puissant, tout-puissant.
Étymologie: πολύς, κράτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυκρατής -ές [πολύς, κράτος] zeer machtig.
Russian (Dvoretsky)
πολυκρᾰτής: могущественный (ἀραὶ φθινομένων Aesch.).
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει μέγα κράτος, πολύ ισχυρή δύναμη (α. «πολυκρατής Μοῖρα», Βακχ.
β. «πολύκρατεῖς ἀραὶ φθινομένων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρατής (< κράτος, τὸ, «δύναμη, εξουσία»), πρβλ. μεγαλοκρατής].
Greek Monotonic
πολυκρᾰτής: -ές (κράτος), πολύ ισχυρός, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυκρᾰτής: -ές, λίαν ἰσχυρός, κραταιός, ἀραὶ φθιμένων Αἰσχύλ. Χο. 496. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 121.