δουρηνεκής

From LSJ
Revision as of 11:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουρηνεκής Medium diacritics: δουρηνεκής Low diacritics: δουρηνεκής Capitals: ΔΟΥΡΗΝΕΚΗΣ
Transliteration A: dourēnekḗs Transliteration B: dourēnekēs Transliteration C: dourinekis Beta Code: dourhnekh/s

English (LSJ)

δουρηνεκές, (ἐνεγκεῖν) a spear's throw off or distant, only neut. as adverb, Il.10.357.

Spanish (DGE)

-ές
que dista un tiro de lanza, a la distancia de un tiro de lanza ἄπεσαν δουρηνεκὲς ἢ καὶ ἔλασσον Il.10.357.

German (Pape)

[Seite 663] ές, so weit ein Speer im Wurfe getragen wird, eine Speerwurfweite, Apoll. Lex. Homer. p . 59, 34 Δουρηνεκές· ὅσον δόρυ διατεῖναι, von ἤνεγκον, ἠνέχθ ην, vgl. κεντρηνεκής, ποδηνεκής, διηνεκής; bei Homer δουρηνεκής einmal, Iliad. 10, 357 ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἄπεσαν δουρηνεκὲς ἢ καὶ ἔλασσον, als sie einen Speerwurf weit entfernt waren.

Greek (Liddell-Scott)

δουρηνεκής: -ές, (ἐνεγκεῖν) ἀπέχων βολὴν δόρατος· μόνον κατ’ οὐδ. ὡς ἀπίρρ., Ἰλ. Κ. 357· πρβλ. διηνεκής.

English (Autenrieth)

(δόρυ, ἤνεγκον): a spear's throw, neut. as adv., Il. 10.357†.

Greek Monotonic

δουρηνεκής: -ές (ἐνεγκεῖν), αυτός που έχει απόσταση ίση με μία βολή δόρατος· μόνο σε ουδ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

δουρηνεκής, ές adj ἐνεγκεῖν
a spear's throw off or distant, only in neut. as adv., Il.