φιλήνεμος

From LSJ
Revision as of 16:46, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλήνεμος Medium diacritics: φιλήνεμος Low diacritics: φιλήνεμος Capitals: ΦΙΛΗΝΕΜΟΣ
Transliteration A: philḗnemos Transliteration B: philēnemos Transliteration C: filinemos Beta Code: filh/nemos

English (LSJ)

ον, (ἄνεμος) loving the wind, πίτυς Plu.2.676a; (of bellows) αὐλός AP6.92 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1277] den Wind liebend, αὐλὸς καμινευτήρ Philp. 16 (VI, 92); dem Winde ausgesetzt, windig, πίτυς Alciphr. 3, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le vent, exposé au vent, venté.
Étymologie: φίλος, ἄνεμος.

Russian (Dvoretsky)

φιλήνεμος:
1 обвеваемый ветрами (πίτυς Plut.);
2 любящий дуновение (уст) (αὐλός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλήνεμος: -ον, (ἄνεμος) ὁ ἀγαπῶν τὸν ἄνεμον, πίτυς Πλούτ. 2. 676Α· αὐλὸς Ἀνθ. Παλ. 6. 92.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά τον άνεμο («αὐλὸν καμινευτῆρα τὸν φιλήνεμον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄνεμος (πρβλ. πυρήνεμος). Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

φῐλήνεμος: -ον (ἄνεμος), αυτός που αγαπά τον άνεμο· λέγεται για πνευστό φλάουτο, σε Ανθ.

Middle Liddell

φῐλ-ήνεμος, ον, ἄνεμος
loving wind: of a flute, played by the breath, Anth.