ἐπένδυμα
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
ατος, τό, upper garment, Aq.Ex.28.26, al., f.l. in Plu.Alex.32.
German (Pape)
[Seite 915] τό, das Oberkleid, Plut. Alex. 32.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vêtement de dessus.
Étymologie: ἐπενδύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπένδῠμα: ατος τό эпендима (род верхнего платья) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπένδῠμα: τό, ἐπανωφόριον, Πλουτ. Ἀλέξ. 32.
Greek Monolingual
το (ΑΝ) επενδύω
νεοελλ.
1. περίβλημα, περικάλυμμα
2. λεπτός, μονόστιβος υμένας που καλύπτει τις κοιλίες του εγκεφάλου και τον κεντρικό σωλήνα του νωτιαίου μυελού
αρχ.
πανωφόρι, επενδύτης.
Greek Monotonic
ἐπένδῠμα: -ατος, τό, πανωφόρι, σε Πλούτ.