πύλος
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
English (LSJ)
[ῠ], ὁ,= πύλη, only ἐν πύλῳ Il.5.397 Aristarch. ap. Sch.; better ἐν Πύλῳ Paus.6.25.3.
German (Pape)
[Seite 817] ὁ, = πύλη, Thür, Thor, nur Il. 5, 397, wo Wolf mit Aristarch so schreibt, Andere ἐν Πύλῳ vorziehen.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
porte (selon d'autres, Πύλος).
Étymologie: cf. πύλη.
Russian (Dvoretsky)
πύλος: (ῠ) ὁ врата (подземного царства) (Hom. И. 5, 397 - v.l. Πύλος).
Greek (Liddell-Scott)
πύλος: [ῠ], ὁ, = πύλη, εὕρηται μόνον ἐν Ἰλ. Ε. 397, ἐν πύλῳ, κατ’ Ἀρίσταρχ. καὶ τὰ Ἑνετ. Σχόλ.˙ ὁ Παυσ. καὶ ἕτεροι ἔχουσιν ἐν Πύλῳ, ἴδε Heyne ἐν τόπῳ.
English (Autenrieth)
ἐν πύλῳ, Il. 5.397†, explained by those who prefer not to read ἐν Πύλῳ as in the gateway, i. e. at the gates of Hades.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη με αλλαγή γένους, αν και για ορισμένους σχολιαστές πρόκειται για το όν. της πόλης Πύλος, το οποίο έχει πιθ. εκληφθεί ως ουσ. σε στίχο της Ιλιάδας].
Greek Monotonic
πύλος: [ῠ], ὁ, = πύλη, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
πῠ́λος, ὁ, = πύλη, Il.]