πα
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
apoc. for παρά, πα Δάματρα, π. Δάματρι, GDI3536a20, 3542.11 (Cnidus).
Greek Monolingual
(I)
πᾷ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πη (II).
(II)
επιφώνημα που, επαναλαμβανόμενο πα, πα, πα, δηλώνει έκπληξη, δυσφορία ή άρνηση αποδοχής.
(III)
πα (Α)
αποκοπή της πρόθεσης παρά («πα Δάματρα», επιγρ.).
(IV)
πᾳ (Α)
(δωρ. τ. αντί ὅπα) βλ. όπα.
(V)
πᾳ (Α)
(δωρ. τ. αντί ὅπου) βλ. όπου.
(VI)
πᾳ (Α)
(δωρ. εγκλιτ. τ. αντί πῃ) βλ. πη.
(VII)
μουσ. ο πρώτος φθόγγος της κλίμακας της βυζαντινής μουσικής, αντίστοιχος περίπου προς τον ρε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νη (ΙΙ)].
German (Pape)
[ᾱ], indef. = πη.