ὀρειβασία

From LSJ
Revision as of 17:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρειβᾰσία Medium diacritics: ὀρειβασία Low diacritics: ορειβασία Capitals: ΟΡΕΙΒΑΣΙΑ
Transliteration A: oreibasía Transliteration B: oreibasia Transliteration C: oreivasia Beta Code: o)reibasi/a

English (LSJ)

ἡ, wandering on mountains, in plural, Str.10.3.23, Ael.NA3.2, Max.Tyr.34.1.

German (Pape)

[Seite 371] ἡ, das Wandeln auf, über die Berge; Ael. H. A. 3, 2; Strab. 10, 3 a. E., = Folgdm.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
marche dans les montagnes.
Étymologie: ὀρειβάτης.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειβᾰσία: ἡ, τὸ ὀρειβατεῖν, Στράβ. 474, Αἰλ. π. Ζ. 3. 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.

Greek Monolingual

ὀρειβάσια, τὰ (Α) ορειβάτης
(ενν. ἱερά) θρησκευτική εορτή κατά την οποία οι συμμετέχοντες περνούσαν τα όρη με πανηγυρικές τελετές.
η (Α ὀρειβασία) / ορειβάτης]
νεοελλ.
η ανάβαση στα όρη, ιδίως ως άθλημα, αλπινισμός
αρχ.
η περιπλάνηση στα όρη, το βάδισμα στα όρη.

Greek Monotonic

ὀρειβᾰσία: ἡ,
I. ζωή ορειβάτη, ο τρόπος ζωής του, σε Στράβ. II. ὀρειβάσια (ενν. ἱερά), τὰ (βαίνω), γιορτή κατά την οποία οι άνθρωποι διέσχιζαν τα βουνά σε πομπή, στον ίδ.

Middle Liddell

ὀρειβᾰσία, ἡ,
a mountaineer's life, Strab.