σταφυλάγρα

From LSJ
Revision as of 15:05, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰφῠλάγρα Medium diacritics: σταφυλάγρα Low diacritics: σταφυλάγρα Capitals: ΣΤΑΦΥΛΑΓΡΑ
Transliteration A: staphylágra Transliteration B: staphylagra Transliteration C: stafylagra Beta Code: stafula/gra

English (LSJ)

ἡ, forceps for taking hold of the uvula, Hp.Medic.9, Paul.Aeg.6.31.

German (Pape)

[Seite 931] ἡ, Zange zum Fassen des Zapfens im Munde, Paul. Aeg.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰφῠλάγρα: ἡ, (σταφυλή, ἀγρεύω) λαβὶς δι’ ἧς λαμβάνεται ἡ (πρὸ τοῦ φάρυγγος) σταφυλή, ὁ σταφυλίτης, Ἱππ. 21. 20, Παῦλ. Αἰγ. 6. 31· ὅστις ἔχει καὶ (3. 26) σταφυλεπάρτης, ὁ, (ἐπαίρω) ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
χειρουργική λαβίδα με την οποία συγκρατείται η σταφυλίδα κατά τη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + ἄγρα «κυνήγι, σύλληψη» (πρβλ. ποδάγρα)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταφυλάγρα -ας, ἡ [σταφυλή, ἄγρα] pincet (om de huig naar buiten te brengen).