πονηρόφιλος

From LSJ
Revision as of 11:24, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πονηρόφῐλος Medium diacritics: πονηρόφιλος Low diacritics: πονηρόφιλος Capitals: ΠΟΝΗΡΟΦΙΛΟΣ
Transliteration A: ponēróphilos Transliteration B: ponērophilos Transliteration C: ponirofilos Beta Code: ponhro/filos

English (LSJ)

ον, fond of bad men, π. ἡ τυραννίς Arist.Pol.1314a1.

German (Pape)

[Seite 680] böse od. schlechte Menschen liebend, Arist. pol. 5, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ami des méchants.
Étymologie: πονηρός, φίλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πονηρόφιλος -ον [πονηρός, φίλος] aangetrokken tot lieden van laag allooi.

Russian (Dvoretsky)

πονηρόφῐλος: любящий негодяев (ἡ τυραννίς Arst.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά τους πονηρούς, φίλος τών πονηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. χρηστόφιλος].

Greek Monotonic

πονηρόφῐλος: -ον, αυτός που αγαπά τους πονηρούς, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

πονηρόφιλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους, φίλος τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων, πονηρόφιλος ἡ τυραννὶς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 12. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 325.

Middle Liddell

πονηρό-φῐλος, ον,
fond of bad men, Arist.