ἀροτραῖος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
[ᾰρ], α, ον, of corn-land, rustic, θαλάμη AP7.209 (Antip.).
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Prosodia: [ᾰ]
rústico θαλάμη AP 7.209 (Antip.Sid.).
German (Pape)
[Seite 357] vom Ackerland, θαλάμη ἀροτραίη Ant. Sid. 111 (VII, 209).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de labour.
Étymologie: ἄροτρον.
Russian (Dvoretsky)
ἀροτραῖος: (ᾰρ) сделанный плугом (θαλάμη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀροτραῖος: η ον, ἀγροτικός, ἀροτραίη θαλάμη Ἀνθ. Π. 7. 209.
Greek Monotonic
ἀροτραῖος: -η, -ον (ἄροτρον), αγροτικός, εξοχικός, σε Ανθ.