διομολόγησις
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
εως, ἡ, convention, πρός τινα Plb.3.27.9 (pl.), D.S.9.10 (pl.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
pacto πρὸς Ἀσδρούβαν Plb.3.27.9
•contrato concerniente a ταῖς ὑπὲρ τῶν ἄλλων διομολογήσεσι περὶ χρημάτων D.S.9.10.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
convention.
Étymologie: διομολογέω.
German (Pape)
ἡ, Übereinkunft, Vertrag, γίγνεται πρός τινα Pol. 3.27, 9.
Russian (Dvoretsky)
διομολόγησις: εως ἡ соглашение, взаимное условие Polyb., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
διομολόγησις: -εως, ἡ, συμφωνία, πρός τινα Πολύβ. 3. 27, 9.
Greek Monotonic
διομολόγησις: -εως, ἡ, συμφωνία, σε Πολύβ.
Middle Liddell
διομολόγησις, εως n n
a convention, Polyb.