θεμισκόπος

From LSJ
Revision as of 12:58, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμισκόπος Medium diacritics: θεμισκόπος Low diacritics: θεμισκόπος Capitals: ΘΕΜΙΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: themiskópos Transliteration B: themiskopos Transliteration C: themiskopos Beta Code: qemisko/pos

English (LSJ)

ον, seeing to law and justice, Pi.N.7.47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui examine avec justice.
Étymologie: θέμις, σκοπέω.

Russian (Dvoretsky)

θεμισκόπος: v.l. θεμίσκοπος 2 следующий закону, соблюдающий справедливость Pind.

Greek (Liddell-Scott)

θεμισκόπος: -ον, ὁ ἐπισκοπῶν τὸν νόμον καὶ τὴν τάξιν, Πίνδ. Ν. 7. 69.

English (Slater)

θεμισκόπος watching over by divine ordinance c. dat. (Νεοπτόλεμον) ἡροίαις πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις (N. 7.47)

Greek Monolingual

θεμισκόπος, -ον (Α)
αυτός που επισκοπεί τον νόμο, αυτός που επιτηρεί τον νόμο, τη δικαιοσύνη και την τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + -σκοπος (< σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. κατάσκοπος, οιωνοσκόπος].

Greek Monotonic

θεμισκόπος: -ον, αυτός που επιτηρεί το νόμο και επιβλέπει την τάξη, σε Πίνδ.

Middle Liddell

θεμι-σκόπος, ον
seeing to law and order, Pind.