ξεναρκής

From LSJ
Revision as of 16:50, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξεναρκής Medium diacritics: ξεναρκής Low diacritics: ξεναρκής Capitals: ΞΕΝΑΡΚΗΣ
Transliteration A: xenarkḗs Transliteration B: xenarkēs Transliteration C: ksenarkis Beta Code: cenarkh/s

English (LSJ)

ές, (ἀρκέω) aiding strangers, Pi.N.4.12.

German (Pape)

[Seite 276] ές, dem Fremden oder Gaste beistehend, ihn schützend, δίκα, Pind. N. 4, 12. S. auch nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
protecteur des étrangers.
Étymologie: ξένος, ἀρκέω.

Russian (Dvoretsky)

ξεναρκής: защищающий иностранцев (δίκα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ξεναρκής: -ές, (ἀρκέω) ὁ βοηθῶν τοὺς ξένους, Πινδ. Ν. 4. 20.

English (Slater)

ξεναρκής protecting strangers Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος (N. 4.12)

Greek Monolingual

ξεναρκής, -ές (Α)
αυτός που βοηθά τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -αρκής (< ἀρκῶ «βοηθώ»), πρβλ. ζωαρκής, ποδαρκής].

Greek Monotonic

ξεναρκής: -ές (ἀρκέω), αυτός που παρέχει βοήθεια, υποστήριξη σε ξένους, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ξεν-αρκής, ές ἀρκέω
aiding strangers, Pind.