λιμνοφυής
From LSJ
English (LSJ)
ές, marsh-born, δόναξ AP6.23.
German (Pape)
[Seite 48] δόναξ, im Sumpf gewachsen, Ep. ad. 128 (VI, 23).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui croît dans les marais.
Étymologie: λίμνη, φύω.
Russian (Dvoretsky)
λιμνοφῠής: растущий в стоячих водах, болотный (δόναξ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λιμνοφῠής: -ές, ὁ φυόμενος ἐν λίμναις ἢ ἕλεσι, λιμν. δόναξ Ἀνθ. Π. 6. 23.
Greek Monolingual
-ές (Α λιμνοφυής, -ές)
αυτός που φυτρώνει μέσα σε λίμνη ή σε όχθη λίμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -φυής (< φυή ἡ ή φύος τὸ < φύομαι), πρβλ. ιδιοφυής, τριχοφυής].
Greek Monotonic
λιμνοφῠής: -ές (φύομαι), αυτός που φυτρώνει στις λίμνες ή στα έλη, σε Ανθ.