δενδρόφυτος

From LSJ
Revision as of 17:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδρόφῠτος Medium diacritics: δενδρόφυτος Low diacritics: δενδρόφυτος Capitals: ΔΕΝΔΡΟΦΥΤΟΣ
Transliteration A: dendróphytos Transliteration B: dendrophytos Transliteration C: dendrofytos Beta Code: dendro/futos

English (LSJ)

ον, A planted with trees, χώρα Plu.Cam.16, cf. PRyl.427. II πέτρα δ. a kind of agate, with tree-like marks, Orph.L.232.

Spanish (DGE)

(δενδρόφῠτος) -ον
1 plantado de árboles, boscoso χώρα Plu.Cam.16, cf. PRyl.427.29 (II/III d.C.), ὄρη Tz.Comm.Ar.2.449.3.
2 que se formó como árbol, arbóreo δ. πέτρη ágata arbórea Orph.L.232, cf. δενδρήεις 3 y δενδραχάτης.

German (Pape)

[Seite 546] 1) mit Bäumen bewachsen, Plut. Cam. 16. – 2) πέτρα, ein Stein mit Abdrücken von Bäumen u. Pflanzen, Orph. Lith. 230.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
planté d'arbres, boisé.
Étymologie: δένδρον, φύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δενδρόφυτος -ον [δένδρον, φύω] met bomen beplant.

Russian (Dvoretsky)

δενδρόφῠτος: поросший деревьями (χώρα Plut.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δενδρόφυτος, -ον)
(για τόπους) κατάφυτος, δενδροφυτεμένος
αρχ.
«πέτρα δενδρόφυτος» — είδος αχάτη με κλαδωτές γραμμές στην επιφάνεια.

Greek Monotonic

δενδρόφῠτος: -ον, περιοχή στην οποία έχουν φυτευθεί δέντρα, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρόφυτος: -ον, πεφυτευμένος δένδροις, κατάφυτος, χώρα Πλούτ. Καμ. 16. ΙΙ. πέτρα δ., εἶδος ἀχάτου λίθου φέροντος σημεῖά τινα ὅμοια πρὸς δένδρα, Ὀρφ. Λιθ. 230.

Middle Liddell

planted with trees, Plut.