ἔπουρος

From LSJ
Revision as of 17:17, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπουρος Medium diacritics: ἔπουρος Low diacritics: έπουρος Capitals: ΕΠΟΥΡΟΣ
Transliteration A: épouros Transliteration B: epouros Transliteration C: epouros Beta Code: e)/pouros

English (LSJ)

ον, A blowing favourably, αὔρα S.Tr.954 (lyr.). II a kind of fish, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1011] günstig wehend, αὔρα Soph. Tr. 950, Schol. οὔριος (nach Herm. von ὅρος, nachbarlich, in der Nähe sich erhebend); τῷ ἀληθείας πνεύματι ἔπουρος ἀρθείς Clem. Al. paed. 1, 7, 54, mit gutem Winde.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui souffle favorablement.
Étymologie: ἐπί, οὖρος.

Russian (Dvoretsky)

ἔπουρος: попутный (αὔρα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔπουρος: -ον, πνέων εὐνοϊκῶς, αὔρα Σοφ. Τρ. 954. ΙΙ. μεταφ., ὑποβοηθούμενος, ὠθούμενος, πνεύματι ἀληθείας Κλήμ. Ἀλ. 130· πρβλ. ἄπουρος. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἔπουρος· εἶδος ἰχθύος».

Greek Monolingual

ἔπουρος, -ον (Α)
1. (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά («εἴθ’ ἀνεμόεσσά τις γένοιτ’ ἔπουρος αὔρα», Σοφ.)
2. αυτός που υποβοηθείται («τῷ ἀληθείας πνεύματι ἔπουρος ἀρθείς», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ούρος «ευνοϊκός άνεμος» (βλ. λ. ούρος Ι)].

Greek Monotonic

ἔπουρος: -ον, αυτός που πνέει ευνοϊκά, ούριος, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἔπ-ουρος, ον
blowing favourably, Soph.