εὔυδρος

From LSJ
Revision as of 10:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔυδρος Medium diacritics: εὔυδρος Low diacritics: εύυδρος Capitals: ΕΥΥΔΡΟΣ
Transliteration A: eúydros Transliteration B: euudros Transliteration C: eyydros Beta Code: eu)/udros

English (LSJ)

εὔυδρον, (ὕδωρ)
A well-watered, abounding in water, ἄστυ Simon.96; ἀκτά Pi.P.1.79; Μαραθών Call.Hec.1.1.8; νάπη Nic.Al.622; γῆ ποιώδης καὶ εὔυδρος Hdt.4.47; χῶρος εὐυδρότερος Id.9.25; [ὄρη] εὐυδρότερα Gp.2.6.5 (v.l. ἐν-).
2 of a river or spring, with beautiful water, Κάσας B.10.119; Εὐρώτας E.IT399 (lyr.); Κασταλίς Pae.Delph.5; so prob. εὔυδρον ποτόν (vulg. ἔνυδρον τόπον) Polyzel.2.

German (Pape)

[Seite 1105] mit schönem Wasser, oder wasserreich, ἀκτά Pind. P. 1, 79; γῆ Her. 4, 47; τόποι Plat. Legg. VI, 761 b; öfter in der Anth., z. B. Ἀσκανίη Diod. 14 (VII, 701); προχοαί Antiphan. 7 (IX, 258). Einen comp. εὐυδρότερος hat Her. 9, 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en eau;
2 aux belles eaux;
Cp. εὐυδρότερος.
Étymologie: εὖ, ὕδωρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔυδρος:
1 изобилующий водой, многоводный (ἀκτά Pind.; γῆ Her.; τόποι Plat.; ἄστυ Plut.);
2 с красивыми водами, красиво текущий (Εὐρώτας Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔυδρος: -ον, (ὕδωρ) ἔχων πολύ, ἄφθονον ὕδωρ, ἄστυ Σιμωνίδ. 102· ἀκτὰ Πίνδ. Π. 1. 152· γῆ ποιώδης καὶ εὔυδρος Ἡρόδ. 4. 47· χῶρος εὐυδρότερος ὁ αυτ. 9.25. 2) ἐπὶ ποταμοῦ, ἔχων καλόν, ὡραῖον ὕδωρ, Εὐρ. Ι. Τ. 399· ἥξεις ἐπ’ ἐννεάκρουνον εὔυδρον ποτὸν (δορθωθέν ἀντὶ ἔνυδρον) Πολύζηλος ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 3.

English (Slater)

εὔυδρος, -ον well watered παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα (v.l. ἔνυδρον, εὔανδρον) (P. 1.79)

Greek Monolingual

εὔυδρος, -ον (ΑΜ)
(για χώρα) αυτός που έχει πολύ, άφθονο νερό
αρχ.
αυτός που έχει ωραίο νερό («τὸν εὔυδρον δονακόχλοα λιπόντες Εὐρώταν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -υδρος (< ύδωρ), πρβλ. άνυδρος, πολύυδρος].

Greek Monotonic

εὔυδρος: -ον (ὕδωρ),
1. καλά αρδευόμενος, καλά βρεγμένος, άφθονος σε νερό, σε Πίνδ., Ηρόδ.
2. λέγεται για ποτάμι, αυτός που έχει καλό νερό, σε Ευρ.

Middle Liddell

εὔ-υδρος, ον ὕδωρ
1. well-watered, abounding in water, Pind., Hdt.
2. of a river, with beautiful water, Eur.