Περσίς

From LSJ
Revision as of 10:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Περσίς Medium diacritics: Περσίς Low diacritics: Περσίς Capitals: ΠΕΡΣΙΣ
Transliteration A: Persís Transliteration B: Persis Transliteration C: Persis Beta Code: *persi/s

English (LSJ)

-ίδος, pecul. fem. of Περσικός, Persian, A.Pers.59 (anap.), Th.1.138;
A χώρη Hdt.3.97, al.
II as substantive,
1 (sc. γῆ), Persis, Persia, Str.15.3.1, etc.
2 (sc. γυνή) Persian, Persian woman, X.Cyr.8.5.21, etc.
3 (sc. χλαῖνα) Persian cloak, Ar.V.1137.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
de Perse, persan, persique ; Περσὶς χώρη HDT ou simpl.Περσίς, la Perse (auj. Fars ou Farsistan) ; ἡ Περσίς (γυνή) femme de Perse, Persane;
NT: ίδος (ἡ) Persis, chrétienne de Rome
Πέρσης 2].
Étymologie: Πέρσης².

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Περσίς -ίδος [Πέρσης: Pers] Perzisch. subst. ἡ Περσίς Perzië ( sc. γῆ ); Perzische vrouw ( sc. γυνή ); Perzische mantel ( sc. χλαῖνα ).

Russian (Dvoretsky)

Περσίς: ίδος (ῐδ) adj. f персидская (χώρη Her.).
ίδος ἡ
1 (sc. γῆ) Персида (приблиз. нын. Фарсистан в Иране Xen., Plat.);
2 (sc. γυνή) персиянка Aesch., Xen.;
3 (sc. χλαῖνα) персидская одежда Arph.

English (Strong)

a Persian woman; Persis, a Christian female: Persis.

English (Thayer)

(literally, 'a Persian woman'), ἡ, accusative Περσίδα, Persis, a Christian woman: Romans 16:12.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, ΜΑ
1. (ως επίθ.) περσική (α. «Περσὶς δὲ χώρη», Ηρόδ.
β. «τῆς Περσίδος γλώσσης», Θουκ.)
2. ως ουσ. α) η Περσίδα, η κάτοικος της Περσίας, αυτή που κατάγεται από την Περσία
β) η Περσία
αρχ.
ως ουσ. περσικό ένδυμα, ιμάτιο («οἱ μὲν καλοῦσι Περσίδ' οἱ δὲ καννάκην», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πέρσης + επίθημα -ίς].

Greek Monotonic

Περσίς: -ίδος, θηλ. του Περσικός·
I. Περσικός, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. ως ουσ.,
1. (ενν. γῆ), η Περσία, το σημερινό Ιράν.
2. (ενν. γυνή), η γυναίκα από την Περσία, σε Ξεν.
3. (ενν. χλαῖνα), ο περσικός μανδύας, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

Περσίς: -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ Περσικός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 59, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. 1) (ἐξυπακ. τοῦ γῆ), ἡ Περσία, νῦν Farsistan, Ἡρόδ. 3. 97, κτλ. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ γυνή), γυνὴ ἐκ Περσίας, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 21, κτλ. 3) (δηλ. χλαῖνα), Περσικὸν ἐπανωφόριον, Ἀριστοφ. Σφ. 1137. ― Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 358.

Middle Liddell

Περσίς, ίδος, [fem. of Περσικός
I. Persian, Aesch., etc.
II. as substantive, (.] (sub. γῆ), Persis, Persia, now Farsistan, Hdt.
2. (sub. γυνή), a Persian woman, Xen.
3. (sub. χλαῖνἀ, a Persian cloak, Ar.

Chinese

原文音譯:Pers⋯j 胚而西士
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:彼息氏
字義溯源:彼息氏;羅馬城一女信徒,保羅在書信中對她稱讚並問安( 羅16:12)。字義:波斯國的
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 彼息氏(1) 羅16:12