φάγρος

From LSJ
Revision as of 10:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάγρος Medium diacritics: φάγρος Low diacritics: φάγρος Capitals: ΦΑΓΡΟΣ
Transliteration A: phágros Transliteration B: phagros Transliteration C: fagros Beta Code: fa/gros

English (LSJ)

ὁ,
A sea-bream or braize, Pagrus vulgaris, Hp. lnt. 1, Eup.38 (lyr.), Pl.Com.56.2, Antiph.193, Arist.HA598a13, 601b30, Speus. ap.Ath.7.327c, Numen.ib.322f, BGU1095.18 (i A. D.), Phylotim. ap. Gal.6.726, 12.800: written φαγρώριος in Str.17.2.4; φάγωρος in Hsch.
II Cret., whetstone, Simm.27.

German (Pape)

[Seite 1249] ὁ, ein Fisch, Antiphan. bei Ath. VII, 295 c u. öfter; bei den Kretern der Wetzstein, Simmias bei Ath. 327 f.

Russian (Dvoretsky)

φάγρος:фагр (колючеперая рыба) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φάγρος: ὁ, εἶδος ἰχθύος, κοινῶς «φαγρί», Εὔπολις ἐν «Ἀστρατεύτοις» 6, Πλάτων Κωμικ. ἐν «Κλεοφῶντι» 1, Ἀντιφάνης ἐν «Προβατεῖ» 1, κλπ., πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3., 19, 5· «φάγρος. ἔστιν ὁ παρ’ ἡμῖν νῦν καλούμενος οὐδετέρως φαγρίον, παρὰ δὲ τοῖς πλείστοις καὶ διὰ διπλοῦ τοῦ γ φαγγρίον» Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 105, λζϳ· ― φέρεται φαγρώριος παρὰ Στράβ. 823· φάγωρος παρ’ Ἡσυχίῳ. ΙΙ. ἐν τῇ Κρητικῇ διαλέκτῳ ἡ ἀκόνη. Σιμμίας παρ’ Ἀθην. 327F.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
(κρητ. τ.) η ακόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. φάγρος μπορεί να συνδεθεί με το αρμεν. επιθ. bark (για γεύση) «πικρός, δριμύς», αλλά και «βίαιος, οργισμένος», πιθ. ως ουσιαστικοποιημένος τ. ενός επιθ. φαγρός με αναβιβασμό του τόνου. Η σύνδεση αυτή θεωρείται πιθανή τόσο από μορφολογική όσο και από σημασιολογική άποψη και θα οδηγούσε στην αναγωγή τών δύο τ. στην ΙΕ ρίζα bhag- «αιχμηρός, οξύς» με επίθημα -το- (πρβλ. τάφρος). Ωστόσο, το αρμεν. bark ανάγεται από άλλους μελετητές σε ΙΕ τ. bhorgw-os «απότομος, εχθρικός»].
(II)
ὁ, Α
είδος ψαριού, το φαγγρί, πάγρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ορισμένοι μελετητές ανάγουν το όν. του ψαριού στη λ. φάγρος (Ι) «ακόνη», λόγω τών αιχμηρών δοντιών ή του σχήματος του ψαριού].

Frisk Etymology German

φάγρος: 1.
{phágros}
Meaning: kret. Wort für ἀκόνη, Wetzstein, nach Simias bei Ath. 6, 327e (Fr. 27).
Etymology: Kann mit arm. bark herb, bitter, scharf vom Geschmack, heftig, zornig, wenn aus idg. *bhag-ro-, formal, letzten Endes auch semantisch ("schärfend, der Schärfer" mit substantivierender Barytonese) identisch sein (Lidén Armen. Stud. 57 ff.). — Andere, gewiß nicht vorzuziehende Erklärungen von arm. bark bei WP. 2, 188, Pok. 163. Vgl. φοξός.
Page 2,980
2.
{phágros}
Grammar: m.
Meaning: N. eines Fisches, viell. Seebrassen, Pagrus vulgaris (Hp., Kom., Arist. usw.);
Derivative: Nebenformen φάγωρος (aus *φάγρ- dissim.? Fick KZ 43, 151)· ἰχθῦς ποιός H., φαγρώριος (Str.).
Etymology: Nach einer zögernden Vermutung von Lidén a. O. mit 1. φάγρος identisch (wegen der zugespitzten Körperform od. der scharfen Zähne?). Gemäß Isid. (s. Thompson Fishes s.v. m. ausführl. Behandlung) wurde der Fisch von den Griechen fagrus benannt, "quod duros dentes habeat, ita ut ostreis in rnari alatur". Vorgriech. Ursprung ist natürlich denkbar (s. Lit. bei W.-Hofmann s. pager; daselbst auch eine abzulehnende Anknüpfung an πηγός, πήγνυμι).
Page 2,980-981