τρυγητός

From LSJ
Revision as of 08:04, 7 December 2023 by Spiros (talk | contribs)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρυγητός Medium diacritics: τρυγητός Low diacritics: τρυγητός Capitals: ΤΡΥΓΗΤΟΣ
Transliteration A: trygētós Transliteration B: trygētos Transliteration C: trygitos Beta Code: trughto/s

English (LSJ)

ὁ, drying up of a lake, Sch. Nic. Th. 368.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 récolte (moisson, vendange);
2 époque de la récolte, époque des vendanges.
Étymologie: τρυγάω.

Greek (Liddell-Scott)

τρυγητός: καὶ τρύγητος, ὁ, (τρῠγάω) τὸ τρυγᾶν, ἡ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν, Πλούτ. 2. 671D, Λουκ. Φιλοψ. 22, κλπ., ἴδε Πολυδ. Α΄, 61. 2) ὡς καὶ νῦν, ἡ ἐποχὴ τῆς συγκομιδῆς, τρύγος, Θουκ. 4. 84, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 2. ΙΙ. = τρύγη, ὁ συγκομισθεὶς καρπός, «εἰσοδεία», Γραμμ. (Οἱ Γραμμ. ἐπιχειροῦσι νὰ διακρίνωσι τὴν σημασίαν ταύτην διὰ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε ἐν λέξ. ἄμητος)· «τρύγητος ὁ καιρὸς μονογενῶς, τρυγητὸς δὲ τὸ τρυγώμενον» Ἀρκάδ. 81, 26. - Πρβλ. καὶ Θεογνώστ. Καν. 75, 13: «τρύγητος καὶ ἄμητος προπαροξυνόμενα ἐπὶ καιροῦ λαμβάνεται· ἐπὶ γὰρ τῶν πράξεων ὀξύνεται», ἴδε καὶ Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και τρύγητος Α
1. η συγκομιδή των σταφυλιών, ο τρύγος
2. (κυρίως) η εποχή της παραπάνω συγκομιδής
νεοελλ.-μσν.
1. η συγκομιδή του μελιού και του κεριού από τις κυψέλες τών μελισσών
2. η εποχή της παραπάνω συγκομιδής
αρχ.
1. (κυρίως ο τ. τρυγητός) α) η συγκομιδή τών δημητριακών και τών οπωρικών και γενικά τών ώριμων καρπών
β) η σοδειά, η τρύγη
γ) αποξήρανση λίμνης
2. (κυρίως ο τ. τρύγητος) πατητήρι, ληνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυγῶ (Ι) + κατάλ. -τος (πρβλ. ἄμη-τος / ἀμη-τός)].

Mantoulidis Etymological

τρύγητος (=τρύγος). Ἀπό τό τρυγάω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.