ξένισις

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξένῐσις Medium diacritics: ξένισις Low diacritics: ξένισις Capitals: ΞΕΝΙΣΙΣ
Transliteration A: xénisis Transliteration B: xenisis Transliteration C: ksenisis Beta Code: ce/nisis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ξενίζω) entertainment of a guest or stranger, ξ. ποιεῖσθαί τινων Th.6.46.

German (Pape)

[Seite 277] ἡ, Bewirthung eines Fremden od. eines Gastfreundes, ξ. ποιεῖσθαι, Thuc. 6, 46.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
réception d'un étranger.
Étymologie: ξενίζω.

Russian (Dvoretsky)

ξένισις: εως ἡ прием, угощение гостя или иностранца (ξένισιν ποιεῖσθαί τινος Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ξένῐσις: ἡ, (ξενίζω) ἡ περιποίησις φίλου ἢ ξένου, ξενίσεις ποιούμενοι τῶν τριηριτῶν Θουκ. 6. 46.

Greek Monolingual

ξένισις, ἡ (Α) ξενίζω
η περιποίηση ξένου ή φίλου, η φιλοξενία.

Greek Monotonic

ξένῐσις: ἡ (ξενίζω), περιποίηση που προορίζεται για φιλοξενουμένους, σε Θουκ.

Middle Liddell

ξένῐσις, ιος, ἡ, ξενίζω
the entertainment of guests, Thuc.

Spanish > Greek

entretenimiento, diversión, espectáculo