κακισμός
From LSJ
Full diacritics: κακισμός | Medium diacritics: κακισμός | Low diacritics: κακισμός | Capitals: ΚΑΚΙΣΜΟΣ |
Transliteration A: kakismós | Transliteration B: kakismos | Transliteration C: kakismos | Beta Code: kakismo/s |
ὁ, = κάκισις (blame), Phld. Vit. p. 10 J., Str. 9.3.10.
[Seite 1298] ὁ, das Schlechtmachen, Schmähen, Strab. IX, 422.
κᾰκισμός: ὁ, (κακίζω), τὸ κακίζειν, κατηγορία, ὄνειδος, Στράβ. 422.
ο (Α κακισμός) κακίζω
μομφή, κατηγορία, επίπληξη.