ἐκστροφή

From LSJ
Revision as of 19:49, 13 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκστροφή Medium diacritics: ἐκστροφή Low diacritics: εκστροφή Capitals: ΕΚΣΤΡΟΦΗ
Transliteration A: ekstrophḗ Transliteration B: ekstrophē Transliteration C: ekstrofi Beta Code: e)kstrofh/

English (LSJ)

ἡ,
A dislocation, τῶν δακτύλων Alciphr.3.54; ἐ. τοῦ σφιγκτῆρος, eversio ani, Hippiatr.41: metaph., τοῦ λόγου Plu.2.1072c.
II transmutation of base metal, Zos.Alch.p.195 B.
III inversion of uterus, Sor.1.73.
IV projection of the eyes, Archig. ap. Orib.46.26.2.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Grafía: graf. ἐξτρ- PFam.Teb.38.10 (II d.C.)
I en sent. fís.
1 retorcimiento τῶν δακτύλων Alciphr.3.18.3, fig. τοῦ λόγου Plu.2.1072c.
2 medic. inversión τὴν ὑστέραν ἐπεσπάσαντο ... εἰς ἐκστροφήν tiraron del útero hasta darle la vuelta Sor.2.2.82.
3 medic. protrusión ὀφθαλμῶν ... ἐ. exoftalmia Archig. en Orib.46.27.2
extracción τῶν αἱμορροΐδων Asclep. en Gal.13.313.
4 vet. pliegue, curva ἐμπλέκονται τῇ ἐκστροφῇ τοῦ σφιγκτῆρος se enroscan unos parásitos en la curva del esfínter, Hippiatr.41.1.
5 alquim. transmutación de un metal, Zos.Alch.195.22.
II fig. robo, sustracción de un bien ajeno ἐπ' ἐξτροφῇ con ánimo de robo, para robarnos, PFam.Teb.l.c., cf. PBerl.Möller 2.17 (I d.C.).

German (Pape)

[Seite 779] ἡ, das Herausdrehen, z. B. τῶν δακτύλων, der Finger aus den Gelenken, Alciphr. 3, 54; τοῦ λόγου, Verdrehung, Plut. adv. Stoic. 27 M.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
renversement, dislocation.
Étymologie: ἐκστρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκστροφή:извращение (τοῦ λόγου Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκστροφή: ἡ, στροφὴ πρὸς τὰ ἔξω, ἐξάρθρωσις, τῶν δακτύλων Ἀλκίφρων 3. 54· μεταφ., στρέβλωσις, λόγου Πλούτ. 2. 1072C.

Greek Monolingual

η (AM ἐκστροφή)
1. η ενέργεια του εκστρέφω, στροφή προς τα έξω, αναστροφή
2. διαστροφή, στρέβλωση, εξάρθρωση, μετάθεση
3. μεταβολή τών αγενών μετάλλων σε χρυσάφι
4. ιατρ. η προς τα έξω αναστροφή (βλεννογόνου υμένα, μήτρας κ.λπ.)
5. (για μάτια) προεκβολή.

Translations

dislocation

Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: luxation; Galician: luxación; German: Verrenkung, Luxation; Greek: εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διάστρεμμα, διαφορά, διαφορή, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, ἐκπάλησις, ἐκπόρπισις, ἔκπτωμα, ἔκπτωσις, ἐκστροφή, ἔξαλσις, ἐξάρθρημα, ἐπιστροφίς, μετακίνησις, μετάστασις, ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, παράρθρημα, παράρθρησις, παρεναλλαγή, προπήδησις, στρέμμα, χάλασμα; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: luxus; Macedonian: исколчување; Portuguese: deslocamento, deslocação, luxação; Russian: вывих; Spanish: luxación, dislocación; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang