ματία

From LSJ
Revision as of 10:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰτία Medium diacritics: ματία Low diacritics: ματία Capitals: ΜΑΤΙΑ
Transliteration A: matía Transliteration B: matia Transliteration C: matia Beta Code: mati/a

English (LSJ)

Ion. ματίη, ἡ, (μάτη)
A vain attempt, bootless enterprise, ἡμετέρῃ ματίῃ Od.10.79.
2 folly, error, A.R.1.805, 4.367.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 entreprise vaine;
2 erreur, folie.
Étymologie: μάτη.

German (Pape)

ἡ, vergebliches, erfolgloses Bemühen, ἡμετέρῃ ματίῃ, Od. 10.79, nach Nitzsch unkräftige Langsamkeit, nach den Schol. ἁμαρτία, Torheit, wie es bei Ap.Rh. 1.805, 4.367 Unbesonnenheit, Leichtsinn ist.

Russian (Dvoretsky)

μᾰτία: ион. μᾰτίηзаблуждение, безрассудство Hom.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰτία: Ἰων. -ίη, ἡ, (μάτη) ματαία ἐπιχείρησις, ἀνωφελής, ἄκαρπος ἐπιχείρησις, ἡμετέρῃ ματίῃ Ὀδ. Κ. 79· ― ἀφροσύνη, πλάνη, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 805., Δ. 367.

Greek Monolingual

ματία, ιων. τ. ματίη, ἡ (Α)
1. μάταιη, ανώφελη, άκαρπη επιχείρηση, απόπειρα ή προσπάθεια
2. απερισκεψία, πλάνη, ανοησία, σφάλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάτη + κατάλ. -ία].

Greek Monotonic

μᾰτία: Ιων. -ίη, ἡ (μάτη), μάταια, άσκοπη προσπάθεια, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

μᾰτία, ἡ, μάτη
a vain attempt, Od.