βρωμώδης
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
βρωμῶδες, stinking, foul-smelling, Str.5.4.6, Diph.Siph. ap. Ath.8.355f, Diocl.Fr.138, Dsc.1.7, etc.; cf. βρομώδης.
Spanish (DGE)
-ες
• Grafía: frec. graf. βρομώδης Xenocr.19, 28, 32, Str.5.4.6, Ath.88a, Sm.Ib.41.26
de olor muy fuerte, apestoso ref. a alimentos (esp. peces y plantas), Diocl.Fr.138, Diph.Siph. en Ath.355f, Dsc.4.153, Xenocr.ll.cc., Ath.l.c.
•fétido ἀναπνοαί de las solfataras, Str.l.c., s. cont., Sm.l.c.
•subst. τὸ β. ... καὶ θολερόν Plu.2.791b.
German (Pape)
[Seite 467] ες, stinkend, bockig riechend, Diosc.; bei Plut. u. A. findet sich auch βρομώδης geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
βρωμώδης: -ες, (εἶδος) ὁ βρωμῶν, δυσωδίαν ἀποφέρων, Στράβ. 246.
Translations
foul-smelling
Danish: ildelugtende; Greek: απόζων, βρομερός, βρωμερός, βρομώδης, δύσοσμος, δυσώδης, κάκοσμος, μεφιτικός, οζώδης, που βρομάει, που έχει άσχημη μυρωδιά, που μυρίζει, που μυρίζει άσχημα; Ancient Greek: βαρύοσμος, βδελυρός, βδελυχρός, βρομῶδες, βρομώδης, βρυώδης, βρωμῶδες, βρωμώδης, γράσων, δυσαής, δυσῶδες, δυσώδης, ἔμβρωμος, κάκοσμος; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: foetidus; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: آغر; Spanish: maloliente, fétido; Swedish: illaluktande