γυμνάς
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
English (LSJ)
γυμνάδος, prop. fem. of γυμνός,
A naked, E.Tr.448: also with masc. Subst., γ. στόλος ἀνδρῶν Id.Fr.105.
II trained, exercised, ποδὶ γυμνάδος ἵππου (restored for γυμνάδας ἵππους) E.Hipp. 1134(lyr.): masc., trained, practised, ἀμφ' ἀρετήν IG3.1322.
III Subst., = γυμνασία or γυμνάσιον, γυμνάδος ἐν τεμένει IG12(7).447 (Amorg.), cf. 12(3).202 (Astypalaea); γυμνάδος… πόνον ἐκτελέσαντα Inscr.Cos419.5: pl., Orph.H.28.5.
Spanish (DGE)
-άδος
I 1entrenado, ejercitado ποδὶ γυμνάδος ἵππου E.Hipp.1134, γ. ὃς ἀμφ' ἀρετὴν ἔπλετο καὶ σοφίην IG 22.11140.4 (II d.C.), γ. τὰ πολλὰ entrenada en la mayoría de los ejercicios físicos (Helena), Luc.DIud.14
•propio de la palestra, atlético ἀλλά με Μοῖρα ὀλοὴ γονέων ἀπενόσφισ' ἐμεῖο ... καὶ γυμνάδος Ἑρμείαο pero la terrible Moira me apartó de mis padres y de Hermes atlético, e.e. de la palestra, SEG 37.736 (Pepareto I.d.C.).
2 desnudo νεκρός E.Tr.448, ἀνδρῶν τόνδε γυμνάδα στόλον E.Fr.105.
II subst.
1 ὁ γ. atleta ref. a Hércules gymnas Statius Theb.4.106, cf. Prud.Perist.10.190.
2 ἡ γ. el gimnasio, la palestra τίς ἔκτισε γυμνάδα τάνδε IG 12(3).202.1 (Astipalea III a.C.), γυμνάδος ἐν τεμένι IG 12(7).447.5 (Amorgos I a.C.), γυμνάδος ... πόνον ἐκτελέσαντα IC 419.5 (II/I a.C.), ἥξει ... γυμνάδας llegará a las palestras Lyc.866, cf. Sidon.Carm.9.189, Statius Silu.3.1.44
•meton. αἱ γυμνάδες = ejercicios gimnásticos γυμνάσιν ... χαίρεις disfrutas con los ejercicios gimnásticos (Hermes), Orph.H.28.5.
German (Pape)
[Seite 508] άδος, ἡ, fem. zu γυμνός; Eur. Tr. 463; ἵπποι ποδὶ γ., fußgeübt, Hipp. 1134, wie Luc. D. D. 20, 14 γυμνὰς καὶ παλαιστική abdi. – In γυμνάδος ἔργα scheint es den Übungsplatz, das Gymnasium zu bedeuten, Ep. ad. App. 127, vgl. 723 (App. 103); – ὁ γυμνάς, der Ringer, Anth. App. 171; Eur. frg. Alop. 4; vgl. Inscr. 1 p. 534.
French (Bailly abrégé)
άδος (ὁ, ἡ)
exercé.
Étymologie: γυμνός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυμνάς -άδος [γυμνός] als adj. f. naakt:. νεκρὸν... γυμνάδ’ ἐκβεβλημένην mijn lichaam, naakt weggeworpen Eur. Tr. 448. getraind, geoefend.
Russian (Dvoretsky)
γυμνάς: III ὁ борец, атлет Anth.
άδος adj.
1 нагой, голый (γ. ἐκβεβλημένη ὕδατι, sc. Κασάνδρα Eur.);
2 обученный, опытный, искусный (ἵππος ποδὶ γυμνάς Eur.);
3 стройный, изящный (γ. καὶ παλαιστική, sc. Ἑλένη Luc.).
άδος ἡ Anth. = γυμνάσιον.
Greek Monolingual
γυμνάς, ο, η (Α)
1. γυμνάς, γυμνή
2. γυμνασμένος («γυμνάδος ἵππου» ή «γυμνάδας ἵππους»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο αθλητής
4. το θηλ. ως ουσ. η γυμναστική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός με τη σημ. 1, ενώ με τη σημ. 2 η λ. γυμνάς θεωρείται ως μεταρρηματικό του γυμνάζομαι].
Greek Monotonic
γυμνάς: -άδος, επίθ. (ὁ, ἡ) από το γυμνός,
I. ακάλυπτος, γδυτός, σε Ευρ.
II. γυμνασμένος, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνάς: -άδος, ἐπίθ. (ὁ, ἡ,) = γυμνός, Εὐρ. Τρῳ. 448· γ. στόλος ἀνδρῶν ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 106· πρβλ. Λοβ. Παραλ. 263. 2) γεγυμνασμένος ἢ ἠσκημένος, ποδὶ γυμνάδος ἵππου (ἐκ διορθώσεως ἀντὶ γυμνάδας ἵππους) Εὐρ. Ἱππ. 1134. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἀρσεν. ὁ γυμνὰς = ὁ ἀθλητής, Ἀνθ. Παραρτ. 171, Ἐπιτυμβ. C. Ι. 938. 2) ὡς οὐσιαστ. θηλ. ἡ γυμνὰς = γυμνασία ἢ γυμνάσιον, γυμνάδος ἐν τεμένει Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 222· γυμνάδος· πόνον ἐκτελέσαντα αὐτ. 201., Ἀνθ. Παραρτ. 103, 122.
Middle Liddell
I. fem. of γυμνός, naked, Eur.
II. trained, Eur.
Translations
palaestra
bg: палестра; ca: palestra; cs: palestra; da: palæstra; de: Palästra; el: παλαίστρα; grc: παλαίστρα, γυμνάς; en: palaestra, palestra; eo: palestro; es: palestra; et: palestra; eu: palestra; fi: palaestra; fr: palestre; hr: palaestra; hu: palaisztra; hy: պալեստրա; io: palestro; ja: パライストラ; kk: палестра; ko: 팔라이스트라; la: palaestra; lt: palestra; nl: palaistra; pl: palestra; pt: palestra; ru: палестра; sh: palestra; simple: palaestra; sl: palestra; sq: palestra; sr: палестра; sv: palaestra; uk: палестра; zh: 角力学校