ἀποκερματίζω

From LSJ
Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκερμᾰτίζω Medium diacritics: ἀποκερματίζω Low diacritics: αποκερματίζω Capitals: ΑΠΟΚΕΡΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: apokermatízō Transliteration B: apokermatizō Transliteration C: apokermatizo Beta Code: a)pokermati/zw

English (LSJ)

A break into small pieces, Porph.Sent.37.
2 metaph., ἀ. τὸν βίον dissipate one's whole substance, AP7.607 (Pall.).

Spanish (DGE)

(ἀποκερμᾰτίζω) 1 despedazar, dividir fig. εἰς ἑαυτὰς τὴν ὅλην del alma, Porph.Sent.37.
2 deshacer, disipar (τὸν βίον) AP 7.607 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 306] in Scheidemünze umwechseln; ein großes Vermögen klein machen, Palld. 145 (VII, 607).

French (Bailly abrégé)

1 réduire en petite monnaie;
2 fig. gaspiller, dissiper.
Étymologie: ἀπό, κερματίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκερμᾰτίζω: досл. разменивать на мелочи, перен. расходовать на пустяки, расточать (τὸν βίον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκερμᾰτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, μεταβάλλω εἰς κέρματα, εἰς μικρὰ νομίσματα, θραύω τι εἰς μικρὰ τεμάχια, Πορφ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 822. 2) μεταφ., ἀπ. τὸν βίον, δαπανῶ, διασκορπίζω, κατασωτεύω τὴν περιουσίαν μου, Ἀνθ. Π. 7. 607.

Greek Monotonic

ἀποκερμᾰτίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, ανταλλάσσω μεγαλύτερης αξίας νομίσματα με κέρματα μικρότερης αξίας· μεταφ., ἀποκερματίζω τὸν βίον, δαπανώ, κατασπαταλώ την περιουσία μου, σε Ανθ.

Middle Liddell


to change for small coin: metaph., ἀπ. τὸν βίον to dissipate one's substance, Anth.