διασκέω
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
English (LSJ)
A deck out, in Pass., διησκημένοι τὰς κόμας χρυσῷ Phylarch. 62.
II train, τινά Luc.Vit.Auct.9:—Pass., Id.Peregr.17.
III practise, ῥητορικά D.L.4.49.
Spanish (DGE)
I 1c. ac. de abstr. practicar, poner en práctica πραότητα Phld.Hom.24.12
•ejercitarse en τὰ ῥητορικά D.L.4.49.
2 c. ac. de pers. entrenar τίνα με τὸν τρόπον διασκήσεις; Luc.Vit.Auct.9, τοὺς νέους Luc.Anach.40.
3 adornar en v. pas. διησκημένοι τὰς κόμας χρυσῷ κόσμῳ Phylarch.66, ὅλκια καὶ κρωσσοὺς καὶ πυέλους καὶ ἀλαβάστρους, πάντα χρυσοῦ, <δι>ησκημένα περιττῶς Plu.Alex.20.
II en v. med. ejercitarse en c. ac. int. τὴν θαυμαστὴν ἄσκησιν διησκεῖτο Luc.Peregr.17.
German (Pape)
[Seite 602] ganz schmücken, διησκημένοι τὰς κόμας χρυσῷ κόσμῳ Ath. XII, 526 a. – Aber τὰ ῥητορικά, eifrig betreiben, D. L. 4, 49.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
arranger, orner.
Étymologie: διά, ἀσκέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-ασκέω versieren: pass.: πάντα χρυσοῦ, διησκημένα περιττῶς allemaal van goud, overvloedig versierd Plut. Alex. 20.13. (laten) trainen, oefenen, met acc. v. persoon; med.: zich oefenen in.
Russian (Dvoretsky)
διασκέω:
1 украшать, убирать, наряжать (τινα Luc.);
2 заниматься, упражняться (τὰ ῥητορικά Diog. L.).
Greek Monotonic
διασκέω: μέλ. -ήσω, καλλωπίζω, διακοσμώ, στολίζω, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
διασκέω: καλλωπίζω, διακοσμῶ, δ. τινα Λουκ. Β. Πρ. 9· διησκημένοι τὰς κόμας χρυσῷ Ἀθήν. 526Α. ΙΙ. ἐξασκῶ, ἐφαρμόζω, ῥητορικὰ Διογ. Λ. 4. 49.
Middle Liddell
fut. ήσω
to deck out, Luc.