διασκέω

From LSJ
Revision as of 10:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκέω Medium diacritics: διασκέω Low diacritics: διασκέω Capitals: ΔΙΑΣΚΕΩ
Transliteration A: diaskéō Transliteration B: diaskeō Transliteration C: diaskeo Beta Code: diaske/w

English (LSJ)

A deck out, in Pass., διησκημένοι τὰς κόμας χρυσῷ Phylarch. 62.
II train, τινά Luc.Vit.Auct.9:—Pass., Id.Peregr.17.
III practise, ῥητορικά D.L.4.49.

Spanish (DGE)

I 1c. ac. de abstr. practicar, poner en práctica πραότητα Phld.Hom.24.12
ejercitarse en τὰ ῥητορικά D.L.4.49.
2 c. ac. de pers. entrenar τίνα με τὸν τρόπον διασκήσεις; Luc.Vit.Auct.9, τοὺς νέους Luc.Anach.40.
3 adornar en v. pas. διησκημένοι τὰς κόμας χρυσῷ κόσμῳ Phylarch.66, ὅλκια καὶ κρωσσοὺς καὶ πυέλους καὶ ἀλαβάστρους, πάντα χρυσοῦ, <δι>ησκημένα περιττῶς Plu.Alex.20.
II en v. med. ejercitarse en c. ac. int. τὴν θαυμαστὴν ἄσκησιν διησκεῖτο Luc.Peregr.17.

German (Pape)

[Seite 602] ganz schmücken, διησκημένοι τὰς κόμας χρυσῷ κόσμῳ Ath. XII, 526 a. – Aber τὰ ῥητορικά, eifrig betreiben, D. L. 4, 49.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
arranger, orner.
Étymologie: διά, ἀσκέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δι-ασκέω versieren: pass.: πάντα χρυσοῦ, διησκημένα περιττῶς allemaal van goud, overvloedig versierd Plut. Alex. 20.13. (laten) trainen, oefenen, met acc. v. persoon; med.: zich oefenen in.

Russian (Dvoretsky)

διασκέω:
1 украшать, убирать, наряжать (τινα Luc.);
2 заниматься, упражняться (τὰ ῥητορικά Diog. L.).

Greek Monotonic

διασκέω: μέλ. -ήσω, καλλωπίζω, διακοσμώ, στολίζω, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διασκέω: καλλωπίζω, διακοσμῶ, δ. τινα Λουκ. Β. Πρ. 9· διησκημένοι τὰς κόμας χρυσῷ Ἀθήν. 526Α. ΙΙ. ἐξασκῶ, ἐφαρμόζω, ῥητορικὰ Διογ. Λ. 4. 49.

Middle Liddell

fut. ήσω
to deck out, Luc.