πιθηκοφαγέω
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
eat ape's flesh, Hdt.4.194.
German (Pape)
[Seite 614] Affen, Affenfleisch essen, Her. 4, 194.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se nourrir de singes.
Étymologie: πίθηκος, φαγεῖν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιθηκοφαγέω [πίθηκος, φαγεῖν] apen eten.
Russian (Dvoretsky)
πῐθηκοφᾰγέω: питаться мясом обезьян Her.
Greek (Liddell-Scott)
πῐθηκοφᾰγέω: τρώγω σάρκας πιθήκου, Ἡρόδ. 4. 194.
Greek Monotonic
πῐθηκοφᾰγέω: μέλ. -ήσω (φαγεῖν), τρώω κρέας πιθήκου, σε Ηρόδ.