ἀμπυκτήρ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ἀμπυκτῆρος, ὁ, horse's bridle, A.Th.461.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ frontalera de caballo, A.Th.461.
German (Pape)
[Seite 129] ῆρος, ὁ, Pferdezaum, Aesch. Spt. 443, nach dem Schol. eigtl. nur das Stirnblatt an demselben, κορυφιστῆρες, προμετωπίδια
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
bandeau pour la tête d'un cheval.
Étymologie: cf. ἄμπυξ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπυκτήρ: ῆρος ὁ (конское) оголовье или узда Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπυκτήρ: ῆρος, ὁ, (ἄμπυξ) τὸ προμετωπίδιον τοῦ χαλινοῦ τῶν ἵππων, Αἰσχύλ. Θ. 461.
Greek Monolingual
ἀμπυκτήρ (-ῆρος), ο (Α) ἄμπυξ
χαλινάρι, γκέμια αλόγου.
Greek Monotonic
ἀμπυκτήρ: -ῆρος, ὁ (ἄμπυξ), προμετωπίδα του χαλιναριού των αλόγων, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἄμπυξ
a horse's head-band, Aesch.