ἁμαξήρης

From LSJ
Revision as of 20:13, 22 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " E.''Or.''" to " E., ''Or.''")

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξήρης Medium diacritics: ἁμαξήρης Low diacritics: αμαξήρης Capitals: ΑΜΑΞΗΡΗΣ
Transliteration A: hamaxḗrēs Transliteration B: hamaxērēs Transliteration C: amaksiris Beta Code: a(mach/rhs

English (LSJ)

ἁμαξήρες, (Αρω) of or on a carriage, θρόνος, = δίφρος, A.Ag. 1054; τρίβος high-road, E., Or.1251.

Spanish (DGE)

-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que va sobre un carro θρόνος A.A.1054.
2 apto para carros τρίβος E.Or.1251.

German (Pape)

[Seite 115] ες, an den Wagen gefügt, θρόν ος, Wagensitz, Aesch. Ag. 1024; τρίβος, Landstraße, Eur. Or. 1251.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
porté sur un char.
Étymologie: ἅμαξα, ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

ἁμαξήρης: (ᾰμ)
1 находящийся на возу (θρόνος Aesch.);
2 проезжий для повозок (τρίβος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξήρης: -ες, (*ἄρω) ὁ ἐφ’ ἁμάξης προσηρμοσμένος, ἁμαξήρης θρόνος, = δίφρος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1054: ― ἁμαξιτός, ἁμ. τρίβος, λεωφόρος, δημοσία ὁδός, Εὐρ. Ὀρ. 1251.

Greek Monolingual

ἁμαξήρης, -ες (Α)
1. ο προσαρμοσμένος σε άμαξα
2. κατάλληλος για άμαξες, αμαξιτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + -ήρης < ἀραρίσκω «ενώνω, συνδέω»].

Greek Monotonic

ἁμαξήρης: -ες (βλ. -ήρης), αυτός που βρίσκεται πάνω στην άμαξα, σε Αισχύλ.· ἁμ. τρίβος, λεωφόρος, δημόσια οδός, σε Ευρ.

Middle Liddell

[v. -ήρης
of or on a carriage, Aesch.; ἁμ. τρίβος a high-road, Eur.

English (Woodhouse)

of a carriage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)